Sunday, June 17, 2007

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ: Παρατηρήσεις για το θεατρικό έργο "Η ζωή του Γαλιλαίου"

Πρόλογος

Είναι γνωστό πόσο ευνοϊκά μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους η πεποίθηση πως βρίσκονται στο κατώφλι μιας νέας εποχής. Το περιβάλλον τους τους φαίνεται τότε ολότελα ατελές, επιδεκτικό για τις πιο ικανοποιητικές βελτιώσεις, γεμάτο από γνωστές και άγνωστες δυνατότητες, σαν εύπλαστη πρώτη ύλη στα χέρια τους. Οι ίδιοι βλέπουν τους εαυτούς τους όπως το πρωί, ξεκούραστους, δυνατούς, επινοητικούς. Η μέχρι τώρα πίστη θεωρείται δεισιδαιμονία, αυτό που χτες ακόμα φαινόταν αυτονόητο υποβάλλεται σε νέα μελέτη. Μας κυριαρχούσαν, λένε οι άνθρωποι, τώρα όμως θα κυριαρχήσουμε εμείς...

Σε τέτοιες εποχές πλαστογραφείται ακόμα και η ίδια η έννοια του νέου. Το παλιό και το παμπάλαιο, που προβάλλουν τελευταία στο προσκήνιο, διακηρύσσουν πως είναι νέα ή αναγγέλλεται σαν κάτι νέο το ότι το παλιό ή το παμπάλαιο επιβάλλονται με νέο τρόπο. Το πραγματικά νέο όμως, μια και σήμερα έχει υποτιμηθεί, ανακηρύσσεται χτεσινό, μειώνεται σε μια φευγαλέα μόδα, που έχει περάσει ο καιρός της. Το νέο λένε πως είναι π.χ. ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι πόλεμοι, και παλιό λένε πως είναι ένα είδος οικονομίας, που έχει απλώς αρχίσει να διαφαίνεται, χωρίς να έχει ακόμα πραγματωθεί, που θα κάνει περιττούς τους πολέμους. Μ' ένα νέο τρόπο στερεώνεται η κοινωνική οργάνωση σε τάξεις, και παλιό λένε πως είναι το να θέλει κανείς να καταργήσει τις τάξεις...

Καταμεσίς στο γρήγορα αυξανόμενο σκοτάδι πάνω από έναν πυρετικό κόσμο, τριγυρισμένοι από αιματηρές πράξεις και όχι λιγότερο αιματηρές σκέψεις, καταμεσίς στην αυξανόμενη βαρβαρότητα, που φαίνεται πως θα οδηγήσει ακράτητη στο μεγαλύτερο και Ίσως και το φρικτότερο πόλεμο όλων των εποχών, είναι δύσκολο να πάρουμε μια στάση που θα άρμοζε σε ανθρώπους στο κατώφλι μιας νέας και ευτυχισμένης εποχής. Όλα δεν δείχνουν πως νυχτώνει και τίποτε ότι αρχίζει μια νέα εποχή; Δεν θα έπρεπε λοιπόν να πάρουμε μια στάση που ν' αρμόζει σε ανθρώπους που πορεύονται προς τη νύχτα;

Τι κουβέντες είναι αυτές: «νέα εποχή»; Δεν είναι ξεπερασμένη ακόμα κι αυτή η έκφραση; Εκεί που μας τη φωνάζουν, ακούμε ουρλιαχτά από βραχνά λαρύγγια. Σήμερα η βαρβαρότητα είναι αυτή που μας παριστάνει τη νέα εποχή. Λέει πως ελπίζει να διαρκέσει χίλια χρόνια.

Πρέπει λοιπόν να κρατηθούμε στην παλιά εποχή; Πρέπει να μιλάμε για τη βουλιαγμένη Ατλαντίδα; Βρίσκομαι μήπως κιόλας ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου και όταν σκέφτομαι το πρωί, σκέφτομαι το πρωί που πέρασε, για να μη σκέφτομαι εκείνο που θα έρθει; Γι' αυτό λοιπόν ασχολούμαι τάχα μ' εκείνη την εποχή της άνθισης των τεχνών και των επιστημών πριν από τριακόσια χρόνια; Ελπίζω όχι.

Οι εικόνες του πρωινού και της νύχτας είναι παραπλανητικές. Οι ευτυχισμένοι καιροί δεν έρχονται όπως έρχεται το πρωί μετά από μια ήρεμη νύχτα.

1939

Πρόλογος στην αμερικάνικη διασκευή

Όταν τον πρώτο χρόνο της εξορίας στη Δανία έγραψα το έργο «Η ζωή του Γαλιλαίου», στην αναπαράσταση της πτολεμαϊκής κοσμοθεωρίας με βοήθησαν συνεργάτες του Νιλς Μπορ, που εργάζονταν πάνω στο πρόβλημα της διάσπασης του ατόμου. Πρόθεση μου ήταν ανάμεσα σ' άλλα να δώσω μια αφτιασίδωτη εικόνα μιας νέας εποχής -ένα δύσκολο εγχείρημα, επειδή γύρω μου όλοι ήταν πεπεισμένοι ότι στη δική μας εποχή έλειπαν τα πάντα για να είναι μια νέα εποχή. Τίποτε δεν είχε αλλάξει ως προς αυτό, όταν πολλά χρόνια αργότερα βάλθηκα μαζί με τον Τσάρλς Λώτον να φτιάξω μια αμερικάνικη διασκευή του έργου. Η «ατομική εποχή» έκανε το ντεμπούτο της στη Χιροσίμα, όταν η δουλειά μας βρισκόταν στη μέση. Από τη μια μέρα στην άλλη διαβαζόταν με διαφορετικό τρόπο η βιογραφία του ιδρυτή της νέας φυσικής. Η κόλαση που εξαπολύθηκε από τη μεγάλη βόμβα έβαζε σε διαφορετικό, οξύτερο φως τη διαμάχη του Γαλιλαίου με την εξουσία. Ελάχιστες αλλαγές χρειάστηκε να κάνουμε κι ούτε μια στη διάρθρωση. Στο αρχικό κείμενο η εκκλησία παρουσιαζόταν ήδη σαν μια εγκόσμια εξουσία, η ιδεολογία της κατά βάθος μπορούσε να υποκατασταθεί από αρκετές άλλες. Από την αρχή σα σημείο κλειδί της γιγάντιας μορφής του Γαλιλαίου είχε χρησιμοποιηθεί η αντίληψη του για μια επιστήμη δεμένη με το λαό. Αιώνες ολόκληρους και σ' ολόκληρη την Ευρώπη ο λαός, με το θρύλο του Γαλιλαίου, του έκανε την τιμή να μην πιστεύει στην ανάκληση του, ενώ από καιρό είχε αρχίσει να κοροϊδεύει τους επιστήμονες, θεωρώντας τους μονόπλευρους, εξωπραγματικούς και ευνουχοειδείς ημίτρελ-λους (...) Όμως ακόμα και στις «ανώτερες» τάξεις βρίσκαμε συχνά αυτήν την περιφρόνηση. Υπήρχε ο «κόσμος των λόγιων» και ήταν ένας άλλος κόσμος. Ο «λόγιος» ήταν μια ανίκανη, αναιμική, εκκεντρική μορφή, «ξιπασμένη» κι όχι πολύ ικανή για ζωή (...)

Πρέπει να ξέρει κανείς ότι η παράσταση μας συνέπεσε να γίνει στο χρόνο και στη χώρα όπου κατασκευάστηκε η ατομική βόμβα και αξιοποιήθηκε στρατιωτικά κι ότι η ατομική φυσική καλυπτόταν μέσα σ' ένα πυκνό μυστήριο. Η μέρα που ρίχτηκε η βόμβα θα μείνει αξέχαστη στον καθένα που την έζησε στις ΗΠΑ. Ο πόλεμος με την Ιαπωνία ήταν εκείνος που είχε κοστίσει πραγματικές θυσίες στις ΗΠΑ. Οι μεταφορές των στρατευμάτων ξεκινούν από τη Δυτική Ακτή κι εκεί επέστρεφαν οι τραυματίες και τα θύματα των ασιατικών ασθενειών. Όταν έφτασαν στο Λος Άντζελες οι πρώτες ειδήσεις, όλοι ήξεραν πως αυτό σήμαινε το τέλος του φοβερού πολέμου, την επιστροφή των γιων και των αδερφών τους. Όμως στη μεγάλη πόλη εκδηλώθηκε μια εκπληκτική θλίψη. Ο συγγραφέας άκουσε εισπράκτορες λεωφορείων και πωλήτριες στις λαχαναγορές να εκφράζουν μόνο φρίκη. Ήταν η νίκη, αλλά ήταν η ντροπή της ήττας.Ύστερα ήρθε το γεγονός ότι στρατιωτικοί και πολιτικοί κράτησαν μυστική τη γιγάντια πηγή ενέργειας, πράγμα που εξερέθισε τους διανοούμενους. Η ελευθερία της έρευνας, η ανταλλαγή των ανακαλύψεων, η διεθνής κοινωνία των ερευνητών, όλα είχαν νεκρωθεί από το κράτος που ενέ-πνεε μεγάλη δυσπιστία. Μεγάλοι φυσικοί εγκατέλειπαν, σα να δραπέτευαν, τις θέσεις τους στην υπηρεσία της πολεμόχαρης κυβέρνησης τους. Ένας από τους πιο διάσημους δέχτηκε μια διδασκαλική θέση που τον ανάγκαζε να σπαταλά τις ώρες του για τη διδασκαλία των πιο στοιχειωδών αρχικών βάσεων, μόνο και μόνο για να μην είναι αναγκασμένος να εργάζεται υπό τις διαταγές αυτών των αρχών. Είχε γίνει ύβρις το ν' ανακαλύπτει κανείς κάτι.

1946-1947

Σημειώσεις για έναν Πρόλογο στη «Ζωή του Γαλιλαίου»

«Η Ζωή του Γαλιλαίου» γράφτηκε εκείνους τους ζοφερούς τελευταίους μήνες του 1938, όταν πολλοί πίστευαν πώς η προέλαση του φασισμού ήταν ασυγκράτητη και ότι είχε φτάσει η οριστική κατάρρευση του δυτικού πολιτισμού. Στην πραγματικότητα τελείωνε η εποχή που είχε φέρει στον κόσμο την άνθιση των φυσικών επιστημών και τις νέες τεχνικές της μουσικής και του θεάτρου. Η προσδοκία μιας βάρβαρης και «χωρίς ιστορία» εποχής ήταν σχεδόν γενική. Λίγοι μόνο έβλεπαν να σχηματίζονται οι νέες δυνάμεις κι αισθάνονταν τη ζωτικότητα των νέων ιδεών. Ακόμα κι η σημασία των εννοιών «παλιό» και «νέο» είχε συσκοτιστεί. Οι διδασκαλίες των σοσιαλιστών κλασσικών είχαν χάσει το θέλγητρο του νεωτερισμού και έμοιαζαν ν' ανήκουν σε μια ξεπερασμένη εποχή.

Η αστική τάξη απομονώνει την επιστήμη στη συνείδηση του επιστήμονα, την παρουσιάζει σαν αυτάρκη νησίδα, για να μπορέσει πρακτικά να τη συνδέει με τη δική της πολιτική, τη δική της οικονομία, τη δική της ιδεολογία. Ο στόχος του ερευνητή είναι μια «καθαρή» έρευνα, το προϊόν της έρευνας είναι λιγότερο καθαρό. Ο τύπος Ε=m*c2 είναι προορισμένος για την αιωνιότητα, δεν συνδέεται με τίποτε. Έτσι άλλοι μπορούν ν' αναλάβουν τις συνδέσεις: η πόλη Χιροσίμα έγινε ξαφνικά βραχύβια. Οι επιστήμονες διεκδικούν για τον εαυτό τους την ανευθυνότητα των μηχανών.

Ας σκεφτούμε τον πατέρα των πειραματικών επιστημών, τον Φράνσις Μπαίηκον, που δεν έγραψε τυχαία τη φράση του ότι πρέπει να υπακούμε τη φύση για να μπορούμε να τη διατάζουμε. Οι σύγχρονοι του υπάκουσαν στη φύση του, χώνοντας του στην τσέπη λεφτά, κι έτσι μπορούσαν τόσο πολύ να τον διατάζουν, αυτόν τον ανώτατο δικαστή, ώστε το κοινοβούλιο αναγκάστηκε στο τέλος να τον φυλακίσει. Ο Μακώλυ, ο πουριτανός, διαχώριζε τον Μπαίηκον τον πολιτικό, που τον αποδοκίμαζε, από τον Μπαίηκον τον επιστήμονα, που τον θαύμαζε. Μήπως θα 'πρεπε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο με τους Γερμανούς γιατρούς της ναζιστικής εποχής;

Ανάμεσα σ' άλλα ο πόλεμος προωθεί τις επιστήμες. Τι ευκαιρία! Δημιουργεί και εφευρέτες, όχι μόνο κλέφτες. Η ανώτερη υπευθυνότητα (εκείνη των ανώτερων) αντικαθιστά τη χαμηλή (εκείνη για τους ταπεινούς). Η υπακοή αποχαλινώνει την αυθαιρεσία. Όλα είναι εντάξει με την αταξία. Οι γιατροί που καταπολεμούσαν τον κίτρινο πυρετό, ήταν αναγκασμένοι να πειραματίζονται πάνω στους εαυτούς τους, στους φασίστες γιατρούς δινόταν τσάμπα υλικό. Και η δικαιοσύνη αναμίχτηκε σ' αυτό: φτάνει μόνο να μπου-ντρούμιαζε «εγκληματίες», δηλαδή ανθρώπους που σκέφτονταν διαφορετικά (...) Πρόοδοι ολόγυρα. Στην αρχή του αιώνα οι πολιτικοί του ταπεινού λαού ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν τις φυλακές σαν πανεπιστήμια τους. Σήμερα οι φυλακές γίνονται πανεπιστήμια για τους φύλακες (και τους γιατρούς). Φυσικά, ακόμα κι αν το κράτος δεν ήταν σε θέση να μείνει μέσα στα ηθικά όρια, όλα θα ήταν εντάξει με τα πειράματα, δηλαδή από «επιστημονική σκοπιά» (...)

Οπωσδήποτε σ' αυτή την εποχή του βαθύτατου κουρελιάσματος μπορεί να καταδει-χτεί στην αστική τάξη ότι τα κουρέλια είναι από το ίδιο ύφασμα που ήταν και τα άλλοτε καθαρά ρούχα.

Έτσι οι επιστήμονες αποκτούν επί τέλους αυτό που χρειάζονται: τα κρατικά μέσα, τον προγραμματισμό σε γενικές γραμμές, τη διοίκηση της βιομηχανίας, έτσι έρχεται η χρυσή εποχή τους. Και η μεγάλη παραγωγή τους αρχίζει σαν παραγωγή καταστροφικών μέσων, ο προγραμματισμός τους οδηγεί στην έσχατη αναρχία, γιατί εξοπλίζουν το κράτος ενάντια σ' άλλα κράτη. Η περιφρόνηση, με την οποία αντιμετώπιζε ο λαός τον αποξενωμένο από τον κόσμο καθηγητή, μετατρέπεται σε γυμνό φόβο, τώρα που ο καθηγητής απειλεί τόσο πολύ τον κόσμο. Και τη στιγμή που εκείνος χωρίστηκε ολότελα από το λαό σαν ολότελα ειδικός που είναι, βλέπει τον εαυτό του ξανά σαν μέλος του λαού, γιατί η απειλή ισχύει και γι' αυτόν τον ίδιο. Πρέπει να φοβάται και για την ίδια του τη ζωή και ξέρει καλύτερα απ' όλους γιατί. Οι διαμαρτυρίες του, που δεν έχουμε ακούσει και λίγες, δεν στρέφονται μόνο ενάντια στις επιθέσεις ενάντια στην επιστήμη του, που περιορίζεται, ευνουχίζεται, παίρνει τον κακό δρόμο, αλλά και ενάντια στο ότι απειλείται ο κόσμος από τη γνώση του και ενάντια στο ότι απειλείται ο εαυτός του (...)

Πολλοί, που βλέπουν ή τουλάχιστον υποψιάζονται τις ανεπάρκειες του καπιταλισμού, είναι πρόθυμοι να τις ανεχτούν για χάρη της προσωπικής ελευθερίας που μοιάζει να τους προσφέρει. Πιστεύουν σ' αυτή την ελευθερία, κυρίως επειδή δεν κάνουν σχεδόν ποτέ τη χρήση της. Κάτω από την πειθαρχία του Χίτλερ ωστόσο, λίγο-πολύ εισπράξανε αυτή την ελευθερία, έμοιαζε μ' ένα μικρό κεφάλαιο στο ταμιευτήριο, που σε κανονικούς καιρούς μπορεί κανείς να το αποσύρει οποτεδήποτε κι όμως ήταν καλύτερα να μην κάνει κανείς την ανάληψη, τώρα όμως ήταν σα να λέμε παγωμένο, δηλαδή δεν μπορούσε πια κανείς να το αποσύρει, αλλά ωστόσο εξακολουθούσε να υπάρχει. Αυτοί θεωρούσαν την εποχή του Χίτλερ ανώμαλη επρόκειτο για κάποια καρκινώματα του καπιταλισμού ή ακόμα και για ένα αντικαπιταλιστικό κίνημα. Για να πιστέψει βέβαια κανείς το τελευταίο θα έπρεπε να χρησιμοποιεί τον ορισμό που έδιναν στον καπιταλισμό οι εθνικοσοσιαλιστές, κι όσον αφορά τη θεωρία των παραφυάδων, οπωσδήποτε ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που βγάζει παραφυάδες, που ασφαλώς δεν μπορούν να αποτραπούν ή να εξαφανιστούν από τους διανοούμενους. Οπωσδήποτε μόνο η καταστροφή μπόρεσε ν' αποκαταστήσει την ελευθερία. Όταν όμως άρχισε η καταστροφή ούτε καν αυτή δεν αποκατέστησε την ελευθερία.

Ανάμεσα στις τόσο ποικίλες περιγραφές της αθλιότητας που βασίλευε στην αποχιτλεροποιημένη Γερμανία, ήταν κι εκείνη της πνευματικής αθλιότητας. «Αυτό που χρειάζονται, αυτό που περιμένουν είναι ένα μήνυμα», έλεγαν. «Δεν έλαβαν ένα;» έλεγα εγώ. «Κοίταξε την αθλιότητα», έλεγαν, «δεν υπάρχει και ηγεσία». «Δεν είχαν αρκετή ηγεσία;» έλεγα εγώ και έδειχνα την αθλιότητα. «Μα χρειάζονται μια προοπτική» έλεγαν. «Δε χόρτασαν αυτές τις προοπτικές;» έλεγα εγώ. «Άκουσα πως αρκετό καιρό ζουν με την προοπτική να ξεφορτωθούν τον Φύρερ τους ή να τους ρίξει εκείνος στα πόδια τους κόσμο για να τον κατασπαράξουν».

Ο καιρός που τα βγάζει κανείς δυσκολότερα πέρα χωρίς γνώση είναι ακριβώς εκείνος ο καιρός που είναι πιο δύσκολο να την αποκτήσει. Η κατάσταση της έσχατης αθλιότητας είναι εκείνη στην οποία φαίνεται πως δεν τα βγάζει πέρα κανείς χωρίς γνώση. Τίποτε πια δεν μπορεί να υπολογιστεί, τα μέτρα και τα σταθμά έχουν καεί, οι κοντινοί στόχοι καλύπτουν τους μακρινούς εκεί αποφασίζει η τύχη(...)

Η συνεργασία του Λώτον στην ανάπλαση του έργου έδειξε ότι είχε ακόμα ένα σωρό απόψεις που ήθελαν να διαδοθούν, για το πώς διαδραματίζεται αληθινά η συμβίωση των ανθρώπων, ποια είναι τα κινητήρια στοιχεία της, τι πρέπει να προσέξει κανείς. Στο θεατρικό συγγραφέα η σκοπιά του Λ. φαίνεται η σκοπιά ενός ρεαλιστή καλλιτέχνη της εποχής μας. Δηλαδή, ενώ σε σχετικά στάσιμους («ήσυχους») καιρούς είναι ίσως δυνατό στον καλλιτέχνη να είναι εντελώς ένα με το κοινό του και να «ενσαρκώνει» πιστά τις γενικές αντιλήψεις, σε τούτους τους καιρούς των βιαιότατων ανατροπών οι καλλιτέχνες πρέπει να καταβάλλουν εντελώς ιδιαίτερες προσπάθειες για να φτάνουν ως την πραγματικότητα. Η κοινωνία μας δεν αποκαλύπτει η ίδια τίποτε απ' όσα την κινούν. Μπορεί κανείς μάλιστα να πει ότι υπάρχει μόνο χάρη στη μυστικότητα στην οποία τυλίγεται. «Η ζωή του Γαλιλαίου» προσέλκυσε το Λ., πέρα από ορισμένα στοιχεία της φόρμας, και χάρη στο περιεχόμενο της. Πίστευε πως αυτό μπορούσε να γίνει κάτι που το αποκαλούσε συμβολή. Και τόσο μεγάλος ήταν ο πόθος του να δείξει πράγματα έτσι όπως είναι, ώστε με όλη του την αδιαφορία, το φόβο του για οτιδήποτε πολιτικό σε κάμποσα σημεία του έργου απαίτησε ή και πρότεινε σημαντικές οξύνσεις,

επειδή τελικά αυτά τα σημεία του φαίνονταν «κάπως αδύνατα», και μ' αυτό εννοούσε ότι δεν παρουσίαζαν τα πράγματα όπως είναι.

1947
Παρατηρήσεις για τη δέκατη τέταρτη σκηνή

Στην πρώτη γραφή του έργου η τελευταία σκηνή ήταν διαφορετική. Ο Γαλιλαίος είχε γράψει με μεγάλη μυστικότητα τα "Discorsi". Με την ευκαιρία μιας επίσκεψης του αγαπημένου μαθητή του Αντρέα, επιδιώκει να περάσει λαθραία το βιβλίο στο εξωτερικό. Η αποκήρυξη των ιδεών του του είχε δώσει τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα αποφασιστικό έργο. Είχε αποδειχτεί σοφός.

Στην καλιφορνέζικη γραφή, ο Γαλιλαίος διακόπτει τους ύμνους του μαθητή του και του αποδεικνύει ότι η αποκήρυξη ήταν ένα έγκλημα κι ότι δεν ισοφαρίζεται με το έργο, όσο σημαντικό κι αν είναι.

Αν τυχόν ενδιαφέρεται κανείς: Αυτή είναι και η κρίση του συγγραφέα

Ο Γαλιλαίος μετά την ανάκληση

Tο έγκλημα τον έκανε εγκληματία. Αρέσκεται σε σκέψεις για το μέγεθος του εγκλήματος του. Αμύνεται ενάντια στις ξεδιάντροπες απαιτήσεις του έξω κόσμου από τις μεγαλοφυίες του. Τι έκανε ο Αντρέα ενάντια στην Ιερή εξέταση; Ο Γαλιλαίος ρίχνει τη νόηση του στη λύση των κληρικών προβλημάτων, που παραβλέπονται από τους ανόητους. Η νόηση του λειτουργεί ρουτινιάρικα, σαν άδεια δύναμη. Τη δίψα του για γνώση τη νοιώθει σαν εξάνθημα, του φέρνει φαγούρα. Η επιστημονική δραστηριότητα είναι γι' αυτόν βίτσιο, επικίνδυνο για τη ζωή του, αλλά απαραίτητο. Μισεί φανατικά την ανθρωπότητα. Η προθυμία του Αντρέα να αναθεωρήσει την καταδικαστική κρίση του μπροστά στο βιβλίο, είναι διαφθορά. Ο Γαλιλαίος του ρίχνει, όπως σ' έναν πεθαμένο από την πείνα και παράλυτο λύκο ένα ξεροκόμματο, τη λογική επιστημονική ανάλυση του φαινομένου «Γαλιλαίος». Από πίσω κρύβεται ακόμα η απόρριψη των ηθικών απαιτήσεων μιας ανθρωπότητας, που δεν κάνει τίποτε για να εξαλείψει το θανάσιμο κίνδυνο που συνεπάγονται αυτές οι απαιτήσεις κι αυτή η ηθική.

Ο Γαλιλαίος για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα συνεργαζόταν με την εκκλησία, όταν τον επισκέπτεται αιφνιδιαστικά ο αγαπημένος του μαθητής Αντρέα. Η επίσκεψη τον τρομάζει. Δεν μπορεί να μη ζητήσει πληροφορίες για τη γενική κατάσταση των επιστημών. Τελικά ο Αντρέα, που παίρνει μια εχθρική και ψυχρή στάση, του επιβεβαιώνει αυτό που ξέρει ήδη: η ανάκληση του έχει φέρει τις επιστήμες σχεδόν σε στασιμότητα.

Όταν ο Αντρέα, μετά από τη σύντομη και γεμάτη παύση συνομιλία τους, θέλει να τον αποχαιρετήσει - σκοπεύει να ταξιδέψει στην Ολλανδία - ο Γαλιλαίος τον συγκρατεί, κατηγορώντας τον όμως ταυτόχρονα ότι ήρθε με την πρόθεση να ενοχλήσει την ακριβά αγορασμένη ψυχική ηρεμία του. Αναφέρει πως έτσι κι αλλιώς πάσχει από «υποτροπές», δηλαδή ότι πράγματι έχει ξαναγλιστρήσει πίσω στις ερευνητικές εργασίες. Λυπάται γι' αυτό, επειδή αυτό απειλεί το υπόλειμμα της άνεσης του, που του επιτρέπει η Εκκλησία που την ονομάζει «πολύ ανεκτική». Οι εκκλησιαστικές αρχές κάνουν τα πάντα για να τον κρατήσουν έξω από δυσάρεστες υποθέσεις τα χειρόγραφα του κατακρατούνται. Η εχθρότητα του Αντρέα αρχίζει να λειώνει μπροστά στη φανερή αθλιότητα μιας τέτοιας ύπαρξης. Ο μεγαλύτερος φυσικός της εποχής πάει χαμένος. Η ηπιότερη διάθεση εξανεμίζεται όταν ο Γαλιλαίος, που μέχρι τότε έχει μιλήσει μόνο για «μικρότερες εργασίες·», αποκαλύπτει ότι πρόκειται για το τελειωμένο χειρόγραφο των Discorsi. Ο Αντρέα παγώνει από φρίκη. Κανείς στον κόσμο των σοφών δεν τολμούσε να περιμένει πια αυτό το βιβλίο. Τώρα είναι έτοιμο - μόνο και μόνο για να καταστραφεί από την Ιερά εξέταση! Ο Γαλιλαίος αποτραβιέται σε μια εωσφορική πόζα αυτοκαταστροφής, ωστόσο ομολογεί ξαφνικά ότι έφτιαξε κρυφά ένα αντίγραφο του βιβλίου «πίσω από την ίδια μου την πλάτη». Είναι κρυμμένο μέσα σε μια υδρόγειο. Ο Αντρέα κρατάει τα Discorsi στα χέρια του. Αναγνωρίζει ότι το βιβλίο αναγκαστικά θα έβαζε σε έσχατο κίνδυνο το Γαλιλαίο δεν μπορεί να μεταφερθεί στο εξωτερικό χωρίς τη δική του βοήθεια. Ο Γαλιλαίος το επιβεβαιώνει αυτό, ωστόσο με μια πολύ διφορούμενη φράση. Γίνεται σαφές ότι ο φόβος του ξεπερνιέται όλο και πιο πολύ από την επιθυμία να μάθει πως δημοσιεύτηκαν οι Discorsi. Ο ίδιος δίνει στον Αντρέα την ιδέα να «κλέψει» το βιβλίο. Ο κλέφτης θα έπρεπε να πάρει την ευθύνη. Ο Αντρέα κρύβει τα Discorsi στο χιτώνιο του.

Ο Γαλιλαίος, τώρα που ξέρει ότι το βιβλίο πήρε το δρόμο της δημοσίευσης, αλλάζει ξανά τη στάση του. Προτείνει να προστεθεί στο βιβλίο μια εισαγωγή που να επικρίνει οξύτατα την αποκήρυξη του συγγραφέα. Ο Αντρέα αρνείται παθιασμένα να μεταβιβάσει μια τέτοια επιθυμία. Επισημαίνει ότι τώρα όλα έχουν αλλάξει, ότι ο Γαλιλαίος με την ανάκληση του δημιούργησε τη δυνατότητα να ολοκληρώσει το σημαντικότερο απ' όλα τα έργα του, ότι οι κοινές αντιλήψεις για ήρωες, ηθικές φόρμουλες κτλ. πρέπει ν' αλλάξουν, ότι μόνο η συμβολή στην επιστήμη μετράει κοκ.

Ο Γαλιλαίος ακούει αρχικά σιωπηλός την ομιλία του Αντρέα, που του χτίζει μια χρυσή γέφυρα πίσω στην εκτίμηση των επιστημόνων, ύστερα όμως του αντιτάσσεται με κοφτερό σαρκασμό, κατηγορώντας τον Αντρέα για μια άθλια ανάκληση όλων των επιστημονικών αρχών. Αρχίζοντας με μια καταδίκη της «κακής σκέψης», μόνο και μόνο για να επιδείξει πώς πρέπει ν' αναλύει μια περίπτωση σαν τη δική του ένας επιστημονικά εκπαιδευμένος άνθρωπος, αποδεικνύει στον Αντρέα ότι το πιο πολύτιμο έργο δεν μπορεί ποτέ να εξουδετερώσει τη ζημιά που αναγκαστικά δημιουργείται με μια προδοσία της ανθρωπότητας.

θεατρικό έργο «Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΓΑΛΙΛΑΙΟΥ» (απόσπασμα)

«ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΡΤI:

Η επιστήμη ξέρει μια μονάχα εντολή: την επιστημονική προσφορά.

ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ:

Και την έδωσα. Καλώς ήρθες στον υπόνομο, αδερφέ στην επιστήμη και ξάδερφε στην προδοσία! Τρως ψάρι; Έχω ψάρι. Αυτό που βρωμά δεν είναι τα ψάρι μου, μα εγώ. Ξεπουλάω, εσύ είσαι αγοραστής. Ω το αντίκρυσμα του βιβλίου, πού δεν μπορείς να του αντισταθείς, του αγιασμένου είδους. Σου τρέχουν τα σάλια και οι κατάρες πνίγονται. Η μεγάλη Βαβυλωνία, το δολοφονικό κτήνος, η πυρωμένη, ανοίγει τα σκέλια και όλα γίνονται αλλιώτικα! Ας είναι αγιασμένη η όσια, άσπιλη, κατεχόμενη απ' το φόβο του θανάτου κοινότητα μας!

ΑΝΤΡΕΑΣ:

Ο φόβος του θανάτου είναι ανθρώπινος! Οι ανθρώπινες αδυναμίες δεν ενδιαφέρουν την επιστήμη.

ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ:

Όχι! - Αγαπητέ μου Σάρτι, και στην παρούσα μου κατάσταση αισθάνομαι ακόμη ικανός να σας κάνω μερικές υποδείξεις για το τι ενδιαφέρει την επιστήμη, στην οποία έχετε αφιερωθεί. (Μικρή παύση).

ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ(ακαδημαϊκά, τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην κοιλιά):

Στις ελεύθερες ώρες μου, κι έχω πολλές, μελέτησα την περίπτωση μου και σκέφτηκα πώς θα την κρίνει ο κόσμος της επιστήμης, στον οποίον εγώ πια δεν συγκαταλέγομαι. Ακόμα κι ένας έμπορος μαλλιού πρέπει να ενδιαφέρεται, πέρα από το ν' αγοράσει φτηνά και να πουλά ακριβά, επίσης και για την ανεμπόδιστη διεξαγωγή του εμπορίου του μαλλιού. Η παρακολούθηση της επιστήμης μου φαίνεται, σε σχέση με αυτό, πως απαιτεί ιδιαίτερη γενναιότητα. Ασχολείται με τη γνώση, που κερδίζεται από την αμφιβολία. Να κερδίσει γνώση πάν' από όλα για όλους, νοιάζεται, να γεννήσει την αμφιβολία σ' όλους. Όμως το μεγάλο μέρος του πληθυσμού κρατιέται από τους πρίγκιπες, τους γαιοκτήμονες και τους ιερωμένους μέσα σε μια μαργαριταρένια ομίχλη δεισιδαιμονίας και αρχαίων λόγων που αποκρύπτει τις μηχανορραφίες των ανθρώπων. Η δυστυχία των πολλών είναι παλιό σαν τα βουνά και την παρουσιάζουν από άμβωνος και από καθ' έδρας, για ακατάλυτη σαν τα βουνά. Η καινούρια μας τέχνη της αμφιβολίας γοήτεψε το μεγάλο κοινό. Μας πήρε το τηλεσκόπιο από τα χέρια και το κατεύθυνε πάνω στους βασανιστές του. Αυτοί οι ιδιοτελείς και βίαιοι άνθρωποι, που εκμεταλλεύθηκαν λαίμαργα τους καρπούς της επιστήμης, ένιωσαν να κατευθύνεται ταυτόχρονα το ψυχρό μάτι της επιστήμης και πάνω στη χιλιόχρονη μα τεχνητή δυστυχία, που θα μπορούσε ολοφάνερα να παραμεριστεί, αν παραμεριστούν αυτοί. Μας πλημμύρισαν με απειλές και δελεασμούς που δεν μπορούν να τους αντισταθούν οι αδύναμες ψυχές. Όμως μπορούμε να αρνηθούμε τον εαυτό μας στο πλήθος και εντούτοις να παραμείνουμε επιστήμονες; Αποκτήσαμε κάποια εποπτεία πάνω στις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, όμως έξω από κάθε υπολογισμό είναι ακόμα οι κινήσεις των Κυρίαρχων πάνω στους λαούς. Ο αγώνας για την εκτίμηση του ουρανού κερδίσθηκε με την αμφιβολία. Με την πίστη ο αγώνας της Ρωμαίας νοικοκυράς για γάλα θα' ναι και πάλι χαμένος. Η επιστήμη έχει να κάνει και με τους δυο αγώνες. Μια ανθρωπότητα που σκοντάφτει πάνω σε αυτή τη μαργαριταρένια ομίχλη δεισιδαιμονίας και αρχαίων λόγων, που είναι πέρα για πέρα άμαθη για να ξεδιπλώσει τις δικές της δυνάμεις, δεν θα είναι ικανή για να ξεδιπλώσει της δυνάμεις της φύσης που της αποκαλύπτονται.

Για ποιο σκοπό εργαζόσαστε; θεωρώ πως ο μοναδικός σκοπός της επιστήμης έγκειται στο ξελάφρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης από το μόχθο.

Όταν επιστήμονες τρομοκρατημένοι από ιδιοτελείς δυνάμεις αρκούνται να συγκεντρώνουν γνώσεις χάριν της γνώσεως, μπορεί η επιστήμη να καταντήσει σακάτης και οι καινούριες σας μηχανές να σημάνουν μονάχα καινούριες δυστυχίες. Μπορεί να ανακαλύψετε με τον καιρό όλα όσα είναι δυνατόν να ανακαλυφθούν και η πρόοδος σας θα είναι μονάχα μια πορεία απομάκρυνσης από την ανθρωπότητα. Το χάσμα ανάμεσα σε σας και σε αυτήν θα είναι τόσο μεγάλο, που η κραυγή του θριάμβου σας για μια καινούρια κατάκτηση να δεχτεί σαν απάντηση μια παγκόσμια κραυγή φρίκης. Είχα σαν επιστήμονας μια μοναδική δυνατότητα. Στην εποχή μου κατάκτησε η αστρονομία τις αγορές. Κάτω από αυτές τις εντελώς ξεχωριστές συνθήκες, η σταθερότητα ενός άντρα θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλα τραντάγματα. Αν είχα αντισταθεί θα μπορούσαν οι φυσικοί επιστήμονες να φτάσουν σε κάτι ανάλογο με τον όρκο του Ιπποκράτη, των γιατρών, στην πανηγυρική υπόσχεση να χρησιμοποιούν τη γνώση τους μονάχα για το καλό της ανθρωπότητας! Όπως είναι τώρα, το πιο πολύ που μπορεί κανείς να ελπίζει, είναι ένα γένος εφευρετικών νάνων, πρόθυμων να εκμισθώνονται για τα πάντα. Έφτασα ακόμα στην πεποίθηση πως ποτέ δε βρέθηκα σε πραγματικό κίνδυνο. Για μερικά χρόνια ήμουνα το ίδιο ισχυρός όσο και η εξουσία. Και παράδωσα τη γνώση μου στους δυνάστες, να τη χρησιμοποιήσουν, να μην τη χρησιμοποιήσουν, να της κάνουν κακή χρήση εντελώς σύμφωνα με το πώς υπηρετούσε τους σκοπούς τους».

Ερμηνεία του Γαλιλαίου στη δέκατη τέταρτη σκηνή

(...) Ο ηθοποιός δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να καταχραστεί την αυτοανάλυσή του για να κάνει τον ήρωα συμπαθητικό στο κοινό με τη βοήθεια των αυτοκατηγοριών του. Η αυτοανάλυσή αυτή δείχνει απλώς ότι ο εγκέφαλος του δεν έχει βλαφτεί - σ' όποιο πεδίο κι αν κατευθύνεται (...)

Ο Γαλιλαίος αποτελεί το πρότυπο των Ιταλών διανοουμένων του πρώτου τρίτου του 17ου αιώνα, που ηττήθηκαν από τη φεουδαρχία. Οι βόρειες χώρες, η Αγγλία και η Ολλανδία ανάπτυξαν περισσότερο τις παραγωγικές δυνάμεις τους στη λεγόμενη «Βιομηχανική Επανάσταση». Ο Γαλιλαίος είναι από μια άποψη ο τεχνικός δημιουργός της και ο κοινωνικός προδότης της (...)

θα ήταν μια μεγάλη αδυναμία του έργου αν είχαν δίκιο οι φυσικοί που μου είπαν - σε τόνο επιδοκιμασίας - ότι η ανάκληση των διδασκαλιών του από το Γαλιλαίο, παρά ορισμένες «ταλαντεύσεις», είχε παρουσιαστεί στο έργο λογική, με την αιτιολογία ότι αυτή η ανάκληση του είχε δώσει τη δυνατότητα να συνεχίσει τις επιστημονικές του εργασίες και να τις αποδώσει στις επόμενες γενεές. Στην πραγματικότητα ο Γαλιλαίος πλούτισε την αστρονομία και τη φυσική, αφαιρώντας συγχρόνως απ' αυτές τις επιστήμες ένα μεγάλο μέρος από την κοινωνική τους σημασία. Καθώς έσπαζαν το γόητρο της Βίβλου και της Εκκλησίας, για ένα διάστημα βρίσκονταν πάνω στο οδόφραγμα υπερασπίζοντας ολόκληρη την πρόοδο. Είναι αλήθεια ότι η στροφή πραγματοποιήθηκε παρ' όλα αυτά τους επόμενους αιώνες και οι επιστήμες έλαβαν μέρος, όμως ήταν μια στροφή αντί μια επανάσταση, το σκάνδαλο μετατράπηκε, σα να λέμε, σε μια συζήτηση μεταξύ ειδικών. Η Εκκλησία και μαζί της ολόκληρη η αντίδραση κατάφεραν να πραγματοποιήσουν μια συντεταγμένη υποχώρηση και να διατηρήσουν λιγότερο ή περισσότερο τη δύναμη τους. Όσον αφορά τις ίδιες τις επιστήμες, δεν αναρριχήθηκαν ποτέ πια στην παλιά μεγάλη τους θέση στην κοινωνία, δεν ήρθαν ποτέ πια κοντά στο λαό.

Το έγκλημα του Γαλιλαίου μπορεί να θεωρηθεί σαν το «προπατορικό αμάρτημα» των σύγχρονων φυσικών επιστημών. Από τη νέα αστρονομία, που ενδιέφερε βαθύτατα μια τάξη, την αστική, μια και προωθούσε τις επαναστατικές τάσεις της εποχής, ο Γαλιλαίος έβγαλε μια σαφώς ορισμένη ειδική επιστήμη, που βέβαια ακριβώς με την «καθαρότητα» της, δηλαδή με την αδιαφορία της για τον τρόπο παραγωγής, μπόρεσε ν' αναπτυχθεί σχετικά ανενόχλητη.

Η ατομική βόμβα, τόσο σαν τεχνικό όσο και σαν κοινωνικό φαινόμενο, είναι το κλασικό τελικό προϊόν της επιστημονικής επίδοσης του και της κοινωνικής προδοσίας του.

Ο «ήρωας» του έργου δεν είναι επομένως ο Γαλιλαίος, μα ο λαός, όπως είπε ο Βάλ-τερ Μπένγιαμιν. Αυτή είναι μια κάπως πολύ σύντομη διατύπωση, μου φαίνεται. Ελπίζω πως το έργο δείχνει πώς η κοινωνία αποσπά από τα άτομα της αυτό που χρειάζεται απ' αυτά(...)

1947

*Το θεατρικό αυτό έργο είχε γραφεί το 1938 αλλά ο Μπρεχτ (1898-1956) το διασκεύασε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την ατομική βόμβα της Χιροσίμας. Η υποχώρηση του Γαλιλαίου μπροστά στην Ιερά Εξέταση το 17ο αιώνα, δεν παρουσιάζεται σαν αναγκαίος συμβιβασμός για την πρόοδο της επιστήμης αλλά σαν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Αναδημοσιεύουμε χαρακτηριστικό απόσπασμα από τη δέκατη τέταρτη σκηνή του ομώνυμου έργου, σε μετάφραση Κ. Παλαιολόγου, (εξαντλημένη έκδοση από τις εκδόσεις Πλανήτης). Ο Γαλιλαίος, αφού προηγούμενα μπροστά στην Ιερά Εξέταση αποκήρυξε τις ιδέες του για την κίνηση των ουρανίων σωμάτων, ζει πλουσιοπάροχα στο σπίτι όπου δέχεται την επίσκεψη του παλιού του μαθητή Ανδρέα. Αυτός τον αντιμετωπίζει επικριτικά, αλλάζει όμως στάση, όταν μαθαίνει ότι ο δάσκαλος του κατάφερε παρόλα αυτά να τελειώσει το επιστημονικό του σύγγραμμα "Discorci". Ακολουθεί ο μονόλογος του Γαλιλαίου, που απηχεί την τοποθέτηση του ίδιου του συγγραφέα πάνω στο ερώτημα για το σκοπό της επιστήμης και το νόημα της επιστημονικής προόδου. Αυτό αποκαλύπτεται στις παρατηρήσεις του Μπέρτολτ Μπρεχτ για το συγκεκριμένο έργο, αποσπάσματα των οποίων αναδημοσιεύουμε από την έκδοση Νέα Σύνορα-Α.Λιβάνη, «Ο Μπρεχτ ερμηνεύει Μπρεχτ», σε μετάφραση Αγγέλας Βερυκοκάκη-Αρτέμη.